- στρεβλάς
- στρεβλά̱ς , στρεβλόςtwistedfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρέβλας — στρέβλᾱς , στρέβλα fem acc pl στρέβλᾱς , στρέβλα fem gen sg (doric aeolic) στρέβλᾱς , στρέβλη winch fem acc pl στρέβλᾱς , στρέβλη winch fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
витисѧ — ВИ|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Извиваться: злоначалныи врагъ нашь дь˫аволъ. възнесъсѩ паде долоу низъвлачасѩ. не правы стезѩ творя. нъ ˫ако зме˫а вьющисѩ. и не оупочиваѥть противѩсѩ повелѣнию б҃ию. (στρεβλὰς καϑάπερ ὄφις σκολιός) ПНЧ XIV, 3а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στρέβλη — η, ΝΑ 1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο 2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ) αρχ. 1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων 2.… … Dictionary of Greek